- Πλαταίας
- Πλαταίᾱς , Πλάταιαat Plataeaefem acc plΠλαταίᾱς , Πλάταιαat Plataeaefem gen sg (attic doric aeolic)Πλαταίᾱς , Πλάταιαat Plataeaefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πλαταιᾶς — Πλαταιεῖς at Plataeae masc acc pl (attic) Πλαταιός fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιάς — Πλαταιά̱ς , Πλαταιός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασείω — (AM) 1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ. β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.) 2. ρίχνω κάτω αρχ. 1. ενοχλώ, ταράζω… … Dictionary of Greek